ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ – Στο «φως» επιστημονικό μοντέλο πρόληψης νόσων στις Ιχθυοκαλλιέργειες

Το επιστημονικό μοντέλο πρόγνωσης και πρόληψης νόσων που μπορούν να απειλήσουν μονάδες υδατοκαλλιεργειών, παρουσίασαν στην Ηγουμενίτσα, οι συμπράττοντες φορείς του ερευνητικού έργου «Συσχέτιση αβιοτικών & βιοτικών παραγόντων για την ανάπτυξη μοντέλου πρόγνωσης των νοσημάτων σε μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, (PROGNOSIS, ΟΠΣ/MIS 5032517)», που χρηματοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Αλιεία, Υδατοκαλλιέργεια και Θάλασσα – ΕΠΑλΘ 2014-2020»

Στην ημερίδα απηύθυναν χαιρετισμό η Θεματική Αντιπεριφερειάρχης Υδατοκαλλιεργειών Ρεγγίνα Δηλαβέρη και ο Δήμαρχος Ηγουμενίτσας Ιωάννης Λώλος και τίμησαν με την παρουσία τους η Πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου Σταυρούλα Μπραΐμη – Μπότση, ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Θεσπρωτίας Αλέξανδρος Πάσχος, οι υποψήφιοι βουλευτές Βασίλης Γιόγιακας, Μάριος Κάτσης και Μάγδα Τάτση, καθώς και υπηρεσιακοί παράγοντες, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι του κλάδου των υδατοκαλλιεργειών, αλλά και πλήθος κόσμου.

Βασική ιδέα και αντικείμενο του έργου Prognosis ήταν η ανάπτυξη ενός προγνωστικού μοντέλου, το οποίο χρησιμοποιώντας αβιοτικά και βιοτικά περιβαλλοντικά δεδομένα θα παρέχει τη δυνατότητα στους τελικούς χρήστες (μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας) να προσδιορίζουν το σημείο εκείνο στο οποίο διαχειριστικές παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για την αποτροπή ασθενειών στα εκτρεφόμενα ψάρια.

Απώτερος στόχος του έργου είναι η διαφύλαξη της υγείας και ευζωίας των καλλιεργούμενων ψαριών, η προστασία της ιχθυοκαλλιεργητικής παραγωγής και η μείωση του κόστους της, όπως και η ποιοτική αναβάθμιση του προϊόντος.

Λόγω της ύπαρξης στη φύση πολλών και διαφορετικών παθογόνων παραγόντων ένα μέσο ποσοστό απωλειών που παρατηρείται σε όλες τις εκτροφές λόγω ασθενειών είναι 25%, ενώ το ανεκτό και φυσιολογικό ποσοστό παραγωγής που χάνεται κατά την εκτροφή των ψαριών και την ανάπτυξη τους, από το μέγεθος του γόνου μέχρι και το εμπορεύσιμο μέγεθος, είναι 5-10%.

Στο κόστος αυτών των απωλειών, πρέπει να προστεθεί και το κόστος των θεραπειών, όπως επίσης και αυτό των διαφορετικών χειρισμών οι οποίοι κοστίζουν τόσο σε προσωπικό όσο και σε χρόνο.

Γενικότερα, η αειφόρος ανάπτυξη των ιχθυοκαλλιεργειών βασίζεται στην πρόληψη των ασθενειών και στα πλαίσια αυτά η διερεύνηση της παρουσίας των παθογόνων παραγόντων στο περιβάλλον εκτροφής των ψαριών αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη μέτρων πρόληψης και προστασίας από ασθένειες που μπορεί να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τη δραστηριότητα της ιχθυοκαλλιέργειας.

Ο συντονιστής του έργου Δρ. Γρηγόρης Κρέη, από το Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, αναφέρθηκε στο σκοπό και στους στόχους του έργου και παρουσίασε την πειραματική προσέγγιση που επιλέχθηκε για την επίτευξή τους. Αναφέρθηκε επίσης στη δομή του έργου που περιλαμβάνει τα πακέτα εργασίας και τα παραδοτέα του και στο ρόλο των συντελεστών/φορέων υλοποίησης που συμμετείχαν σε αυτό.

Ο Δρ. Νικόλαος Καμίδης από το Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας του ΕΛΓΟ, παρουσίασε τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά της θαλάσσιας περιοχής της Λωρίδας-Σαγιάδας. Ανέλυσε τη στρατηγική των δειγματοληψιών που ακολουθήθηκε σε ότι αφορά των αριθμό των σταθμών για την κάλυψη της ευρύτερης περιοχή, τις φυσικοχημικές παραμέτρους που συλλέχθηκαν, καθώς και τις αναλυτικές μεθοδολογίες.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το σύστημα είναι δυναμικό όπως κάθε εκβολικό σύστημα, με τις περιβαλλοντικές συνθήκες να μεταβάλλονται συνεχώς εξαιτίας των μεταβολών της παροχής του ποταμού Καλαμά. Σε ότι αφορά τους σταθμούς που τοποθετήθηκαν για τον ποιοτικό έλεγχο στις τρεις συνεργαζόμενες ιχθυοκαλλιέργειες, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι τιμές των εξεταζόμενων παραμέτρων κυμάνθηκαν σε χαμηλά επίπεδα, συγκρίσιμα με αυτά της υπόλοιπης παράκτιας ζώνης. Μεμονωμένες και στιγμιαίες μετρήσεις υψηλότερων τιμών, πάντα σε σχέση με την παράκτια ζώνη, δεν επηρεάζουν την γενικά καλή περιβαλλοντική κατάσταση του συστήματος.

Η Δρ. Μπιτχαβά Κωνσταντίνα, Αν. Καθηγήτρια στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στα πλαίσια του έργου μελέτησε την παρουσία παρασίτων αλλά και λοιπών νοσημάτων σε τρεις μονάδες εκτροφής ιχθύων στην περιοχή της Λωρίδας Σαγιάδας. Σε συνεργασία με το προσωπικό των μονάδων, κατέγραψε τις θνησιμότητες των ιχθύων ανά μήνα και διενέργησε τις κατάλληλες αναλύσεις για τη διάγνωση των νοσημάτων. Σε όλες τις μονάδες διαπιστώθηκε ότι για το είδος λαβράκι, οι θνησιμότητες αυξάνονται σταδιακά από Μάιο μέχρι Οκτώβριο, με μέγιστες τιμές τους μήνες Αύγουστο μέχρι Οκτώβρη. Για την τσιπούρα, οι θνησιμότητες αυξάνονται επίσης σταδιακά από Μάιο μέχρι Οκτώβριο. Αντίθετα για το φαγκρί, έχουμε μεγαλύτερες θνησιμότητες κατά το Φθινόπωρο και το Χειμώνα. Τα περισσότερα από τα ψάρια που νόσησαν ήταν μικρού μεγέθους, κατά μέσο όρο 3 έως 30 γρ, με εξαίρεση τους μήνες του Φθινοπώρου που παρατηρήθηκαν χαμηλές θνησιμότητες σε κλωβούς με ψάρια μεγαλύτερου μεγέθους.

Ο Δρ. Κώστας Κουκάρας από το Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του ΕΚΕΤΑ παρουσίασε τα αποτελέσματα της ανάλυσης του μικροβιώματος στη θαλάσσια περιοχή της Λωρίδας Σαγιάδας με τη χρήση σύγχρονων γονιδιωματικών τεχνολογιών. Από τα αποτελέσματα του έργου προκύπτει ότι η χρήση μεταγονιδιωματικών τεχνολογιών παρέχει τη δυνατότητα μελέτης βακτηρίων, των οποίων η παρουσία και ο ρόλος έως σήμερα παρέμενε άγνωστος τόσο στις θαλάσσιες διεργασίες όσο και στην εξέλιξη ασθενειών στα ψάρια εκτροφής. Ειδικότερα, με την εφαρμογή των αναλύσεων του ΕΚΕΤΑ|ΙΝΕΒ μπορεί να προσδιοριστεί πάνω από το 90% των βακτηρίων που διαβιούν στο θαλάσσιο περιβάλλον, όταν με τις κλασσικές μεθόδους μικροβιολογίας το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 10%. Τα αποτελέσματα αυτά αποτελούν τη βάση για την πρόβλεψη και έγκαιρη ανίχνευση παθογόνων μικροοργανισμών και ασθενειών σε υδατοκαλλιέργειες και είναι ελεύθερα προσβάσιμα στην επιστημονική κοινότητα, ώστε να χρησιμοποιηθούν σε στοχευμένα πλέον προγράμματα διαχείρισης των μονάδων.

Η Δρ. Ευριδίκη Μπουκουβάλα από το Ινστιτούτο Κτηνιατρικών Ερευνών του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ παρουσίασε τα πρωτόκολλα αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης (PCR) και PCR πραγματικού χρόνου (Real-Time PCR), που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του έργου, για την ταυτοποίηση και ποσοτικοποίηση παθογόνων βακτηρίων σε δείγματα ιχθύων και περιβαλλοντικού DNA. Τα πρωτόκολλα αυτά αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά για την ανίχνευση των παραπάνω βακτηρίων με υψηλή ευαισθησία (<2 βακτηριακά κύτταρα) και ειδικότητα.

Κλείνοντας τις παρουσιάσεις, ο Δρ. Καμίδης αναφέρθηκε στα αποτελέσματα της συσχέτισης των αβιοτικών και βιοτικών παραγόντων ως εργαλείο πρόγνωσης/πρόβλεψης εμφάνισης ιχθυονόσων χρησιμοποιώντας ένα υδροδυναμικό και ένα στοχαστικό μοντέλο. Σύμφωνα με αυτά, ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει την αύξηση παθογόνων οργανισμών και συνεπώς την εμφάνιση/έξαρση ασθενειών, είναι η εποχική αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων, ειδικότερα όταν ο ρυθμός αύξησής της είναι απότομος (3-4ο C σε χρονικό διάστημα λίγων ημερών). Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας βρέθηκε να είναι η κυκλοφορία των υδάτων, με τον υψηλότερο ρυθμό εμφάνισης νοσημάτων να παρατηρείται σε περιπτώσεις όπου η ανανέωση των υδάτων είναι χαμηλή.

Η ημερίδα έκλεισε με συζήτηση  που συντόνισε ο πρόεδρος του Συλλόγου Υδατοκαλλιεργητών Θεσπρωτίας Ιωάννης Χεκίμογλου.