ΕΦΚΑ – Αυτόματη καθίσταται η έκδοση προσωρινής σύνταξης

Υποχρεωτική θα είναι εφεξής η χορήγηση προσωρινής σύνταξης, χωρίς να υποβάλλεται απαραίτητα δήλωση συναίνεσης εκ μέρους των υποψήφιων συνταξιούχων. Εγκύκλιος του e-ΕΦΚΑ θέτει ως προϋπόθεση μόνο την υποβολή με ηλεκτρονικό ή έντυπο τρόπο της αίτησης συνταξιοδότησης.
Με άλλη εγκύκλιο, ο Φορέας ξεκαθαρίζει τη χρονική περίοδο καταβολής των συντάξεων, αφού πρώτα έχει υποβληθεί πάλι η αίτηση συνταξιοδότησης. Τονίζεται, όμως, ότι για να χορηγηθεί μια σύνταξη δεν αρκεί να υποβληθεί απλώς μια αίτηση, αλλά πρέπει να πληρούνται και όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις (δηλαδή όρια ηλικίας, ημέρες ασφάλισης). Στην εγκύκλιο οριοθετείται και ο χρόνος υποβολής των όποιων δικαιολογητικών για να είναι έγκυρη η υποβολή της αίτησης και να «τρέξει» το χρονικό διάστημα απονομής της σύνταξης.
Ειδικότερα, δεν θα χρειάζεται στο εξής δήλωση συναίνεσης του υποψήφιου συνταξιούχου ώστε να του χορηγηθεί η προσωρινή σύνταξη. Αν πληροί τις προϋποθέσεις, η διαδικασία θα εκτελείται αυτόματα από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ. Σε εγκύκλιο του Φορέα τονίζεται επίσης ότι δεν χορηγείται καθόλου προσωρινή σύνταξη λόγω γήρατος όταν παρέχεται εργασία για την οποία προβλέπεται αναστολή καταβολής της σύνταξης. Αν εκλείψει ο λόγος αυτός, η προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται από την πρώτη του επόμενου μήνα υποβολής της σχετικής νέας αίτησης.
Δικαιολογητικά αίτησης
Με νεότερη εγκύκλιο, ο e-ΕΦΚΑ τονίζει ότι η σύνταξη, εφόσον υπάρχει δικαίωμα, καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης μήνα.
Σύμφωνα με το άρθρο 261 του ν.4798/2021, ξεκαθαρίζεται ότι εάν δεν συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, τότε η έναρξη της διαδικασίας μεταφέρεται στην πρώτη ημέρα του μήνα όπου θα πληρούνται.
Τα δικαιολογητικά υποβάλλονται μέχρι την τελευταία ημέρα του 1ου μήνα που έπεται του μήνα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Αν παρέλθει η προθεσμία με υπαιτιότητα του ασφαλισμένου, τότε το αίτημα απορρίπτεται. Η ισχύς των διατάξεων σε σχέση με τα δικαιολογητικά για την αίτηση συνταξιοδότησης ενεργοποιείται από 24 Απριλίου 2021, που είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου «Κώδικας δικαστικών υπαλλήλων και λοιπές επείγουσες διατάξεις». Αφορά όμως αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος που θα υποβληθούν από την ημερομηνία ανάρτησης της παρούσας εγκυκλίου στη Διαύγεια, δηλαδή από την 24η Μαΐου 2021 και μετά.
Υπενθυμίζεται ότι για τη χορήγηση προσωρινής σύνταξης ισχύουν τα ακόλουθα:
* Για τους μισθωτούς η προσωρινή σύνταξη υπολογίζεται ως το 80% του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών τους κατά τους 12 μήνες ασφάλισης που προηγούνται της αίτησης συνταξιοδότησης.
* Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους στον ΟΓΑ, η προσωρινή σύνταξη υπολογίζεται ως το μέσο μηνιαίο εισόδημα των 12 τελευταίων μηνών ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
* Όσοι υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης, αλλά έχουν αναλάβει ή αναλαμβάνουν από τη δημοσίευση του νόμου και μετά εργασία, λαμβάνουν προσωρινή σύνταξη μειωμένη κατά 30% για όσο χρονικό διάστημα απασχολούνται. Αντίστοιχα μειωμένη είναι και η προσωρινή σύνταξη που τους προκύπτει.
* Για μισθωτούς και ασφαλισμένους του ΟΓΑ η προσωρινή σύνταξη δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε 20 έτη ασφάλισης (384 ευρώ). Επίσης δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο αυτού του ποσού (768 ευρώ).
* Για αυτοτελώς απασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες, η προσωρινή σύνταξη δεν μπορεί να υπολείπεται της εθνικής σύνταξης με 20 έτη ασφάλισης (384 ευρώ), αλλά και δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της εθνικής σύνταξης πολλαπλασιαζόμενο επί δυόμισι φορές (960 ευρώ).
* Εάν πρόκειται για χορήγηση μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, τότε το ποσό της προσωρινής σύνταξης διαφοροποιείται. Μειώνεται κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται για πλήρη σύνταξη.
* Όταν εκδοθεί η οριστική σύνταξη, γίνεται συμψηφισμός με τα ποσά της προσωρινής.
* Αν από τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης οριστικής σύνταξης, τότε τυχόν ποσά που έχουν δοθεί ως προσωρινή αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.