Το κόστος ενέργειας «αδειάζει» το μηνιαίο εισόδημα

Σύμφωνα με την εξαμηνιαία έρευνα καταναλωτικού κλίματος του λιανεμπορίου, ένας στους δυο καταναλωτές θα μειώσει τις δαπάνες για αγορά προϊόντων το επόμενο εξάμηνο – Οι πληρωμές λογαριασμών αποτελούν πλέον την μεγαλύτερη δαπάνη, σε ποσοστό, του μηνιαίου εισοδήματος

 

Ιδιαίτερα ανησυχητικά είναι τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα και αφορούν την 5η μελέτη καταγραφής των καταναλωτικών τάσεων στο λιανεμπόριο μέσω της εξαμηνιαίας έρευνας καταναλωτικού κλίματος του λιανεμπορίου που πραγματοποιείται με την επιστημονική υποστήριξη του εργαστηρίου Eltrun του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά φαίνεται πλέον ξεκάθαρα πως έντονη είναι η αρνητική επίδραση του κόστους ενέργειας στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών.

Ειδικότερα, ένας στους δυο καταναλωτές θα μειώσει τις δαπάνες για αγορά προϊόντων το επόμενο εξάμηνο, ενώ θα αυξήσει τις δαπάνες για λογαριασμούς, καθώς, οι πληρωμές λογαριασμών αποτελούν πλέον την μεγαλύτερη δαπάνη  ως ποσοστού του μηνιαίου εισοδήματος.

Σημειώνουμε πως η έρευνα έλαβε χώρα την περίοδο 19-21  Ιουνίου 2022 μέσω Πανελλήνιας Έρευνας σε δείγμα 900 καταναλωτών. Καταγράφονται ιδιαίτερα ενδιαφέροντα συμπεράσματα και τάσεις σε σχέση με τις αγοραστικές συνήθειες του κοινού από την επίδραση της πανδημίας, ενώ  περιλαμβάνει και τον δείκτη καταναλωτικού κλίματος λιανικής.

Έτσι, ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος λιανικής, τον Ιούνιο του 2022 διαμορφώθηκε στο -64, μειωμένος σε σχέση με τον μήνα βάσης, τον Οκτώβριο του  2019 και μειωμένος σχέση με την αντίστοιχη μέτρηση του Ιουλίου 2021.

Όπως  φαίνεται, η συγκεκριμένη εξέλιξη έχει να κάνει τόσο με τις μέχρι σήμερα προσδοκίες  των καταναλωτών για το προσεχές διάστημα, όσο και λόγω της παρούσας  κατάστασης στα οικονομικά στοιχεία των καταναλωτών.

Συγκεκριμένη η μείωση  στον υπο-Δείκτη παρούσας κατάστασης ήταν από το -40 στο -58, ενώ ο υπό-δείκτης  προσδοκιών μειώθηκε από -51 σε -73. Πρακτικά αυτό που καταγράφεται είναι και  χαμηλές προσδοκίες, αλλά και επιβάρυνσή των οικονομικών στοιχείων των  καταναλωτών, γεγονός που σχετίζεται με το αυξημένο κόστος ενέργειας όπως  φαίνεται και σε άλλους δείκτες, αλλά ταυτόχρονα με τις πληθωριστικές τάσεις και την  αβεβαιότητα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Συγκεκριμένα, όπως αποτυπώνεται και στις επί μέρους ερωτήσεις, οι  καταναλωτές δεν είναι σίγουροι ότι είναι μία ικανοποιητική περίοδος για να κάνουν  αγορές, οι ίδιοι, αλλά και το γενικότερο κλίμα δεν βοηθάει. Μάλιστα την κατατάσσουν  ως τη χειρότερη περίοδο για σημαντικές αγορές για το σπίτι τους τα τελευταία δύο  χρόνια.

Για τις δαπάνες

Οι προσδοκίες για τις δαπάνες είναι επίσης αρνητικές και σχετίζονται άμεσα με το  αυξημένο κόστος ενέργειας.

Το 45% εκτιμά ότι το  δεύτερο εξάμηνο 2022 οι δαπάνες για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας θα είναι  αυξημένες. Αντίθετα, το 53% εκτιμά ότι οι δαπάνες για αγορές προϊόντων το δεύτερο εξάμηνο 2022 θα είναι μειωμένες, και μόλις το 17% ότι θα είναι αυξημένες.

Το ίδιο  ισχύει για τις υπηρεσίες (εισιτήρια, εστίαση) για τις οποίες επίσης εκτιμάται μείωση στις δαπάνες από το 36% των καταναλωτών ενώ αύξηση μόλις από το 19%. Σχετικά  θετική είναι η μέτρηση σε σχέση με τη φορολογία για την οποία το 59% εκτιμά ότι θα  μείνει αμετάβλητη, το 15% ότι θα παρουσιάσει μείωση και το 26% αύξηση. Πρακτικά  τα στοιχεία δείχνουν ότι οι καταναλωτές περικόπτουν αγορές προϊόντων και  υπηρεσιών για να πληρώσουν το κόστος ενέργειας και καυσίμων.

Σήμερα σύμφωνα με τους καταναλωτές, οι δαπάνες για  λογαριασμούς αποτελούν με διαφορά την μεγαλύτερη δαπάνη τους ως ποσοστό επί  του εισοδήματος τους. Συγκεκριμένα, αποτελούν το 32% έναντι 25% τον  προηγούμενο Δεκέμβριο.

Αντίθετα μειωμένες είναι οι δαπάνες για αγορές προϊόντων  σε σχέση με τον προηγούμενο Δεκέμβριο από 31% σε 26%. Σε σχέση με τις  υπόλοιπες κατηγορίες δαπανών, οι δαπάνες για φόρους καταγράφονται σταθερές.  Οι υπόλοιπες δαπάνες όπως υπηρεσίες και ενοίκια δεν παρουσιάζουν ουσιαστική  μεταβολή.

Τα αποτελέσματα της έρευνας καταγράφουν τη σημαντική αλλαγή που επήλθε στο  καταναλωτικό κοινό το τελευταίο 6μήνο, η οποία αφορά κυρίως την επίδραση του  αυξημένου κόστους της ενέργειας και δευτερευόντως την επίδραση της κρίσης του Covid-19 στο καταναλωτικό κλίμα και στην αγορά της λιανικής στην Ελλάδα.