ΗΠΕΙΡΟΣ – Πήρε την ανηφόρα η ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών

Στα 15.797,64 ευρώ η ετήσια μέση δαπάνη, με τη μέση μηνιαία να ανήλθε για το 2023 στην περιφέρεια μας στα 1.316,47 ευρώ – Αυξημένη κατά 5,3% η μέση ετήσια δαπάνη για αγορές πέρυσι, στο σύνολο της χώρας – Πού κατευθύνονται οι δαπάνες των νοικοκυριών

Στα 20.223,36 ευρώ (1.685,28 το μήνα) αυξήθηκε η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, το 2023, καταγράφοντας αύξηση, σε τρέχουσες τιμές 5,3%, σε σχέση με το 2022.
Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ), έτους 2023, που δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ, σε σταθερές τιμές, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 1,7% ή 347,16 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή έτους 2023 που ήταν 3,5%.
Η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο, το 2023, ανήλθε στα 8.358,24 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 11,2% (841,92 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση με το 2022 (7.516,32 ευρώ).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.315 ευρώ το μήνα.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 16,8% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο. Παράλληλα, το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,8%.
Η Ήπειρος
Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 23.325,96 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 14.052,24 ευρώ.
Στην Ήπειρο, η μηνιαία δαπάνη ανήλθε τα 1316,47 ευρώ, κάτι που σημαίνει πως η μέση ετήσια δαπάνη ανέρχεται σε 15.797,64 ευρώ.
Tο μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά: στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,7%), στη στέγαση (14,1%) και στις μεταφορές (13,1%), ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στην εκπαίδευση και τα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό.
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με το 2022, παρουσιάζεται στις ομάδες: εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (15,9%), αναψυχή και πολιτισμό (7,0%), υγεία (6,3%), ενώ η μικρότερη ποσοστιαία αύξηση καταγράφεται στα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (0,9%).
Η εικόνα στα τρόφιμα
Όσον αφορά στις δαπάνες για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2022), παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), στα παρακάτω είδη:
έλαια και λίπη (11,9%),
ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι, σιρόπια, σοκολάτα (9,8%)
φρούτα (7,2%)
λαχανικά (6,6%)
γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (6,6%)
μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (6,1%)
λοιπά είδη διατροφής (6,0%)
κρέας (3,3%)
αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (1,2%).
Αντίθετα, μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα παρακάτω είδη:
ψάρια (-3,9%)
καφές, τσάι και κακάο (-1,2).
Ανισότητα
και κίνδυνος φτώχειας
Παράλληλα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του  πληθυσμού είναι 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,39 για το 2022).
Ο δείκτης μειώνεται στο 4,49, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη, 4,21 για το 2022.
Επίσης, τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2022 κατά 8,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 15,7%.
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20%  του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,5%.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα πάντα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,7% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (17,4% το 2022), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,8% του πληθυσμού (13,4% το 2022), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση,  ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ..
Τέλος, η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 31,9% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,8% του μέσου προϋπολογισμού τους σε  είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ τα μη φτωχά το 19,6%.