ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ – Λιγότεροι εισακτέοι δεν σημαίνει καλύτερη εκπαίδευση

Τα «όχι» και τις ενστάσεις της για το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας εκφράζει με απόφασή της η Σύγκλητος του Ιδρύματος – Τι αναφέρει για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και για την αστυνόμευση των Πανεπιστημίων

 

 

 

Τις θέσεις της απέναντι στις βασικές διατάξεις του σχεδίου νόμου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως και για τη σύσταση του ειδικού Σώματος της Αστυνομίας με αρμοδιότητες εντός των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, δημοσιοποίησε χθες η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Στην απόφαση της Συγκλήτου υπάρχουν δυο βασικές παραμέτρους. Η πρώτη που αφορά στο νέο τρόπο εισαγωγής των αποφοίτων Λυκείου με την ελάχιστη βάση εισαγωγής και η δεύτερη στην ίδρυση του ειδικού αστυνομικού Σώματος.

Οι παρατηρήσεις για την πρώτη κατηγορία του νέου τρόπου εισαγωγής στα ΑΕΙ συμπυκνώνονται στα εξής:

«Ο νέος τρόπος εισαγωγής των αποφοίτων Λυκείου επί τη βάσει μιας (παραμετροποιημένης) ελάχιστης βάσης εισαγωγής δεν εγγυάται κατ’ ανάγκην την είσοδο υποψηφίων με περισσότερα ουσιαστικά προσόντα στα ΑΕΙ. Η απαξίωση της Γ’ Λυκείου και ο αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο αξιολογούνται οι υποψήφιοι στις πανελλήνιες εξετάσεις ευνοούν, κυρίως, αυτούς που έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα στην «τεχνική» του διαγωνισμού, όπως αυτή διδάσκεται στα φροντιστήρια, και όχι εκείνους που έχουν καλύτερα εμπεδωμένες γνώσεις. Η πρόσβαση των υποψηφίων στα φροντιστήρια εξαρτάται εν πολλοίς από την εισοδηματική κατάσταση των οικογενειών τους, τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους και τον τόπο κατοικίας τους. Επιστρέφουμε, λοιπόν, για πολλοστή φορά στη διαπίστωση ότι η οποιαδήποτε απόπειρα ποιοτικής επιλογής νέων φοιτητών και αναβάθμισης των Πανεπιστημίων έχει ως προϋπόθεση την ουσιαστικοποίηση της Γ’ Λυκείου».

Τονίζεται ακόμη, ότι ο νέος τρόπος εισαγωγής οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον αποκλεισμό του 20% των σημερινών υποψηφίων, οι οποίοι δεν έχουν άλλες ποιοτικές επιλογές, πλην των υποχρηματοδοτούμενων ΙΕΚ, των ιδιωτικών ΙΕΚ, των «κολλεγίων» και των πανεπιστημίων του εξωτερικού.

«Η εκτροπή αποφοίτων Λυκείου προς αυτές τις κατευθύνσεις δεν υπηρετεί ούτε την αναβάθμιση των Πανεπιστημίων, αλλά ούτε και την προοπτική οικοδόμησης ενός ολοκληρωμένου συστήματος τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η αναβάθμιση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και ο επαγγελματικός προσανατολισμός θα έπρεπε να έχουν προηγηθεί των αλλαγών στη διαδικασία πρόσβασης στα ΑΕΙ, όχι ως «εκφώνηση», αλλά ως ένα ολοκληρωμένο έργο, αναγνωρίσιμο από την κοινωνία και τους υποψηφίους», σημειώνεται.

Για την εισαγωγή υποψηφίων

Συγκεκριμένα, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων διαφωνεί και με την «αξιωματική» όπως τη χαρακτηρίζει θέση της Πολιτείας, ότι ο αποκλεισμός υποψηφίων με χαμηλή βαθμολογία συνεπάγεται την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

«Λιγότεροι εισακτέοι, και μάλιστα με τα κριτήρια που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην καλύτερη εκπαίδευση. Η μείωση των εισακτέων θα οδηγήσει μετά βεβαιότητος στη μείωση του αριθμού των αποφοίτων ΑΕΙ, μετριάζοντας, έτσι, ένα από τα τρία συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα στις διεθνείς αξιολογήσεις, μαζί με τη μείωση της μαθητικής διαρροής και τις καλές επιδόσεις μας στην έρευνα. Εάν οι υποδομές και το προσωπικό στα Ιδρύματα δεν επαρκούν για την ικανοποίησή του, η ενδεδειγμένη λύση δεν είναι ο περιορισμός των εισακτέων, αλλά η ουσιαστική ενδυνάμωση των ΑΕΙ. Χωρίς σημαντική αύξηση των διαθέσιμων οικονομικών πόρων, αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατόν».

Τέλος, για την πρώτη κατηγορία των αντιδράσεων, η Σύγκλητος θεωρεί, ότι η διαγραφή των «αιώνιων» φοιτητών (παρότι δεν αποδέχεται τον όρο), δε θα έχει προσμετρήσιμη επίδραση στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο, ούτε προηγούμενο στη διεθνή ακαδημαϊκή πρακτική και γι’ αυτό δεν πρέπει να εφαρμοστεί.

Για την αστυνόμευση

Παράλληλα, η Σύγκλητος διαφωνεί και με την ίδρυση ειδικού αστυνομικού σώματος, αλλά και με τη δημιουργία υπηρεσίας ασφαλείας, που θα παρακολουθεί τις κινήσεις και τη συμπεριφορά των εισερχομένων σε κάθε Ίδρυμα.

«…τα προτεινόμενα μέτρα δημιουργούν μια εικόνα που δεν συνάδει με τα γενικότερα κεκτημένα της ελεύθερης διακίνησης προσώπων και ιδεών ή τις ιδιαίτερες μορφές που προσλαμβάνουν η φοιτητική διαμαρτυρία και η έκφραση μειοψηφικών απόψεων εντός των ΑΕΙ. Η καταπολέμηση της παραβατικότητας και της βίας, που είναι υπαρκτές ή ακόμα και εκσεσημασμένες σε ορισμένα Ιδρύματα, μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί, αξιοποιώντας τη συμβατική δημόσια δύναμη (ΕΛ.ΑΣ.), που εντέλλεται από τον νόμο να παρεμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Στο μέτρο που του αναλογεί, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων δεν προτίθεται να υποβοηθήσει ή να συμβάλει στην υιοθέτηση μέτρων που υπονομεύουν το κλίμα ακαδημαϊκής ειρήνης, την ιδιωτικότητα, τις ελευθερίες και τα ακαδημαϊκά δικαιώματα.

Η θεσμοθέτηση ειδικών πειθαρχικών μέτρων, που δεν περιλαμβάνονται μέχρι τώρα στους εσωτερικούς κανονισμούς που έχουν εγκρίνει οι Σύγκλητοι, ευθέως παραβιάζει το Αυτοδιοίκητο», αναφέρεται μεταξύ άλλων.

Διαμαρτυρία

Τέλος, το απόγευμα της Πέμπτης, παρά τη συνεχή βροχόπτωση, πραγματοποιήθηκε μία ακόμη συγκέντρωση διαμαρτυρίας και πορεία στο κέντρο της πόλης, με διοργανωτές φοιτητικούς συλλόγους του πανεπιστημίου Ιωαννίνων, και με την υποστήριξη του Εργατικού Κέντρου και της Ένωσης Γονέων Μαθητών.

Η αντιπρόεδρος του φοιτητικού συλλόγου του Τμήματος ΒΕΤ Γκουζάλ Τουλιαγκάνοβα, ο Τάσος Τόκας από την Ένωση Γονέων και ο Κ. Ηλίας από τη διοίκηση του ΕΚΙ εξέφρασαν  με δηλώσεις τους, την αντίθεσή τους στο περιεχόμενο του σχεδίου νόμου του υπ. Παιδείας.