Άγχος, συναισθήματα θλίψης και διστακτικότητα στις κοινωνικές επαφές τα συνήθη συμπτώματα- Τι αναφέρει ο επίκουρος καθηγητής Παιδοψυχιατρικής Κων. Κώτσης από την εμπειρία στο Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παιδιού – Εφήβου του ΠΓΝΙ
Εντελώς διαφορετικά είναι τα χαρακτηριστικά των επιπτώσεων που προκάλεσε η δεύτερη φάση των περιοριστικών μέτρων στην ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων αντίστοιχα, σε σχέση με την πρώτη φάση, την περασμένη άνοιξη. Για το θέμα αυτό μίλησε στο ITV, ο επίκουρος καθηγητής Παιδοψυχιατρικής Κων. Κώτσης, υπεύθυνος λειτουργίας του Κοινοτικού Κέντρου Ψυχικής Υγείας Παιδιού και Εφήβων του ΠΓΝΙ.
Τα περιστατικά με αγχώδεις διαταραχές, με ενίσχυση του συναισθήματος της θλίψης, παρατηρούνται πλέον με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα και σε τοπικό επίπεδο, σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα και την κλινική εμπειρία που έχει συσσωρεύσει το Κοινοτικό Κέντρο στα Ιωάννινα.
Όπως εξήγησε ο κ. Κώτσης, η πρώτη φάση του εγκλεισμού και των περιοριστικών μέτρων, πέρασε σχεδόν ανώδυνα για τα παιδιά και τους εφήβους ή με πολύ λίγες καταγραφές εμφάνισης κάποιων συμπτωμάτων άγχους. Αυτό όμως δεν έγινε στο δεύτερο κύμα της κρίσης, στην οποία καταγράφηκαν έντονες ψυχοσυναισθηματικές επιπτώσεις. Παρόμοια είναι και τα ερευνητικά δεδομένα στο εξωτερικό με εξαίρεση το ότι τουλάχιστον ακόμη, στην Ελλάδα δεν καταγράφηκαν διαταραχές διατροφής, ως αποτέλεσμα της στρεσογόνου κατάστασης του εγκλεισμού.
«Είδαμε μία μεγάλη διαφορά σε σχέση με την πρώτη περίοδο, με πολλά παιδιά, εφήβους και τις οικογένειές τους να απευθύνονται σε εμάς και να ζητούν βοήθεια, έχοντας εμφανίσει συμπτώματα άγχους και θλίψης κατά κύριο λόγο. Η κατάσταση αυτή δε σημαίνει, ότι υπήρξε κάποια λανθασμένη διαχείριση στο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά όπως και για τους ενήλικες έτσι και για τα παιδιά ήταν μία περίοδος πολύ έντονων αλλαγών της καθημερινότητάς τους. Υποχρεωτικός περιορισμός στο σπίτι, περιορισμός των επαφών, των δραστηριοτήτων, όλα αυτά δημιούργησαν ένα πλέγμα συνθηκών που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Δε θα έλεγα, ότι έχουμε περιστατικά η φαινόμενα αγοραφοβίας, αλλά ίσως κάποια διστακτικότητα στην επιστροφή των παιδιών στην κανονικότητα, κάτι όμως που θα ξεπεραστεί σύντομα., αφού τα παιδιά δείχνουν πολύ μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα από τους ενήλικες και αυτό το είδαμε και στην περίοδο της κρίσης, όπου τα παιδιά τηρούσαν με πολύ μεγαλύτερη ευκολία προσαρμογής τα μέτρα από ό,τι οι μεγάλοι», ανέφερε ο κ. Κώτσης.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς
Μπορούν οι γονείς να βοηθήσουν τα παιδιά με κάποιον τρόπο, ή θα πρέπει να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό;
«Οι γονείς καταρχάς θα πρέπει να αναγνωρίσουν τα δικά τους προβλήματα άγχους λόγω της κατάστασης που βιώσαμε όλοι. Έτσι, θα έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν με τα παιδιά τους, που έχουν πολύ μεγάλη αντίληψη και καταλαβαίνουν τι περνά ο γονιός τους και πως αισθάνεται. Είναι κρίσιμο για τους ενήλικες να μην κρύβουν ή να μην αρνούνται, ότι έχουν αγχωθεί ή έχουν επηρεαστεί και αυτοί από τη συνθήκη της κρίσης. Υπάρχουν βέβαια και οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, μεταξύ αυτών και παιδιά και έφηβοι, που απευθύνονταν σε εμάς για διάφορα άλλα προβλήματα και τα οποία επιβαρύνθηκαν ακόμη περισσότερο με τις νέες συνθήκες. Σε αυτές τις ομάδες θα πρέπει να δείξουμε ακόμη μεγαλύτερη προσοχή και ευαισθησία», πρόσθεσε ο κ. Κώτσης.