ΑΥΞΗΣΗ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ – Τα συν και τα πλην που διαπιστώνει η αγορά

Ανάμεικτες οι αντιδράσεις από φορείς της αφοράς, μετά τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού – Για σωστή απόφαση σε λάθος χρονική στιγμή, κάνει λόγο ο Δ. Δημητρίου

 

Με ανάμεικτες αντιδράσεις υποδέχθηκαν οι ενώσεις εργαζομένων και οι φορείς της αγοράς τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, από την 1η Μαΐου 2022 ο κατώτατος μισθός θα φτάνει πλέον στα 713 ευρώ, από 663 μηνιαίως που είναι σήμερα, επιφέροντας σειρά αλλαγών σε τριετίες, επιδόματα και υπόλοιπα κλιμάκια. Σε συνδυασμό με την προηγούμενη αύξηση του Ιανουαρίου, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά  9,7% σε σχέση με το 2021.

Σχολιάζοντας τις αποφάσεις της κυβέρνησης, φορείς της αγοράς κάνουν λόγο για κίνηση στη σωστή κατεύθυνση, εκφράζοντας την προσδοκία η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος να τονώσει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.

Κρούουν ωστόσο «καμπανάκι» για τα πρόσθετα βάρη που έρχεται να προσθέσει η απόφαση αυτή στις επιχειρήσεις με την αύξηση του μισθολογικού κόστους, διατρανώνοντας τα αιτήματά τους για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών βαρών, καθώς και για μέτρα στήριξης έναντι του ενεργειακού και λειτουργικού κόστους. Ορισμένοι μάλιστα προειδοποιούν πως αν δεν υπάρξουν «ανάσες» άμεσα, είναι ορατός ο κίνδυνος εκτίναξης της αδήλωτης εργασίας ή/ και μετακύλισης του κόστους στον καταναλωτή.

Το Επιμελητήριο

Στο πλαίσιο αυτό για μία σωστή απόφαση, σε λάθος χρονική στιγμή, κάτι που θα έχει ως συνέπεια να μην στεφθεί από επιτυχία, έκανε λόγο ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Ιωαννίνων, σχολιάζοντας την ανακοίνωση του Πρωθυπουργού το απόγευμα της Μεγ. Τετάρτης για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 713 ευρώ από τις αρχές του Μαΐου.

Ο κ. Δημητρίου αφού υπενθύμισε, ότι τα Επιμελητήρια της χώρας και μέσω της Κεντρικής τους Ένωσης έχουν πει εδώ και πολύ καιρό, ότι ο κατώτατος μισθός ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, άσκησε κριτική για τη χρονική στιγμή, που επέλεξε η Κυβέρνηση να ανακοινώσει την αύξηση, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα ή σίγουρα χωρίς να το εξετάζει, όπως είπε, τα αντισταθμιστικά μέτρα που θα έπρεπε ήδη να έχουν ληφθεί για την στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

«Ο κατώτατος μισθός ήταν πολύ καιρό σε χαμηλό επίπεδα και αυτό κρίνεται αφενός από το ότι ανταγωνιζόταν το επίδομα ανεργίας και αφετέρου οι μισθωτοί έχουν μικρή αγοραστική δύναμη. Έτσι, ανέκαθεν ήμασταν υπέρμαχοι των αυξήσεων, αυτή που ανακοινώθηκε την Μεγ. Τετάρτη, δόθηκε σε μία εποχή που η αξία του χρήματος έχει μειωθεί κατά 15% και επίσης τα έξοδα των επιχειρήσεων είναι δυσβάσταχτα. Έτσι, θα περιμέναμε από την Κυβέρνηση να έχει ανακοινώσει πρώτα τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τις επιχειρήσεις και την επιδότηση του κόστους για την ενέργεια που έχει εκτοξευτεί. Ουσιαστικά, ο Πρωθυπουργός τάζει φαγητό από φαγητό που δεν μαγειρεύει ο ίδιος, αφού τα χρήματα αυτά δε βγαίνουν από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά από τα άδεια ταμεία των επιχειρήσεων. Η μελέτη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ δείχνει, ότι ένα ποσοστό 45% των επιχειρήσεων στη χώρα βρίσκεται ένα βήμα πριν το λουκέτο», ανέφερε ο κ. Δημητρίου.

Για τον Αναπτυξιακό Νόμο

Από την άλλη, το Επιμελητήριο Ιωαννίνων, με επιστολή του προς τον υπουργό Ανάπτυξης κ. Γεωργιάδη επισημαίνει τα αδιέξοδο στην υλοποίηση του πέμπτου κύκλου του Αναπτυξιακού Νόμου, όπου οι επιχειρήσεις που έχουν υποβάλλει προτάσεις για σχέδια ένταξης και ο προϋπολογισμός αυτών, ξεπερνά κατά πολύ τον προϋπολογισμό του προγράμματος.

Ήδη, όπως ανέφερε ο κ. Δημητρίου έχουν αξιολογηθεί θετικά προτάσεις με προϋπολογισμό πλέον των 500 εκ. ευρώ, ενώ ο συνολικός προϋπολογισμός της κρατικής συμμετοχής είναι 400 εκ. ευρώ.

«Αυτό σημαίνει, ότι πολλές προτάσεις που έχουν αξιολογηθεί θετικά και μάλιστα με υψηλή βαθμολογία, δεν πρόκειται τελικά να χρηματοδοτηθούν γι’ αυτό προτείνουμε την αύξηση της συμμετοχής του κράτους με επιπλέον ποσό 200 εκ. ευρώ», ανέφερε ο κ. Δημητρίου. Στην Ήπειρο, σύμφωνα με τα στοιχεία του Επιμελητηρίου, με το συνολικό ποσό της επιδότησης από το κράτος, να είναι περίπου 19 εκ. ευρώ ο προϋπολογισμός των προτάσεων που έχουν αξιολογηθεί θετικά είναι πλέον των 40 εκ. ευρώ, με έναν μεγάλο αριθμό αυτών, να ανήκουν στον πρωτογενή τομέα.

«Είδαμε, ότι πρόκειται για νέες μονάδες πάχυνσης στην πτηνοτροφία, που κινδυνεύουν με απένταξη, όπως και κάποιες ξενοδοχειακές μονάδες. Αν θέλει πραγματικά η Κυβέρνηση να βοηθήσει στη μόχλευση του χρήματος και στην ανάπτυξη της οικονομίας, το λιγότερο που πρέπει να κάνει, είναι η ενίσχυση της κρατικής συμμετοχής στον προϋπολογισμό», ανέφερε.