Στοιχεία για το πραγματικό μέγεθος της καταστροφής από τη δασική πυρκαγιά στον Εθνικό Δρυμό, φέρνει στο φως της δημοσιότητας, ο αντιπύραρχος – δασολόγος, Περιφερειακός εκπρόσωπος ΕΠΑΥΠΣ Ηπείρου, Κωνσταντίνος Δαλάτσης
Σημαντικά στοιχεία για το πραγματικό μέγεθος της καταστροφής από τη δασική πυρκαγιά στον Εθνικό Δρυμό της Βάλια Κάλντα, φέρνει στο φως της δημοσιότητας, ο αντιπύραρχος – δασολόγος, Περιφερειακός εκπρόσωπος ΕΠΑΥΠΣ Ηπείρου, Κωνσταντίνος Δαλάτσης, με άρθρο του.
Ο κ. Δαλάτσης υπενθυμίζει αρχικά πως η πυρκαγιά ξεκίνησε την 20η Ιουλίου, στην περιοχή «Τσακατούρα», σε δασική έκταση στον Εθνικό Δρυμό της Βάλια Κάλντα, με την έναρξή της να αποδίδεται σε πτώση κεραυνού, ένα φαινόμενο αρκετά συχνό στην εν λόγω περιοχή. Μάλιστα όπως σημειώνει υπήρξε αρχικά άμεση κινητοποίηση πυροσβεστικών δυνάμεων από τα Ιωάννινα, διότι από τις πληροφορίες των πολιτών, δεν ήταν εφικτό να προσδιορισθεί ακριβώς το σημείο έναρξης της πυρκαγιάς.
Στη συνέχεια κάνει γνωστό πως η προσέγγιση στο σημείο από τα πεζοπόρα τμήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας έγινε κατόπιν πεζοπορίας αρκετών ωρών, με τις πρώτες δυνάμεις να φτάνουν στο σημείο αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας, «οπότε και προσπάθησαν, κάτω από αντίξοες συνθήκες και με κίνδυνο της σωματικής τους ακεραιότητας, να ελέγξουν την πυρκαγιά, η οποία όμως είχε ήδη λάβει διαστάσεις και είχε επεκταθεί σε μία έκταση 4 στρεμμάτων με διάσπαρτες εστίες», όπως αναφέρει.
Και στη συνέχεια ο κ. Δαλάτσης τονίζει: «Σημειώνεται ότι η πυρκαγιά λόγω των πολύ μεγάλων κλίσεων του εδάφους μεταδόθηκε από φλεγόμενα κομμάτια κατακείμενων ξερών κορμών και κουκουνάρια, τα οποία κατρακυλούσαν προς τα κάτω. Η περιοχή είναι ιδιαίτερα δύσβατη, με πολύ μεγάλες κλίσεις εδάφους, βραχώδεις εξάρσεις και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε ήδη βραδιάσει καθιστούσε την όλη επιχείρηση κατάσβεσης ιδιαίτερα επικίνδυνη για τις πυροσβεστικές δυνάμεις που κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να την περιορίσουν, χωρίς όμως αυτό καταρχήν να καταστεί εφικτό.
Τις επόμενες ημέρες η κατάσβεση της πυρκαγιάς συνεχίσθηκε με ενίσχυση από δασοκομάντος της 5ης Ειδικής Μονάδας Δασικών Επιχειρήσεων (που εδρεύει στα Ιωάννινα) καθώς επίσης και με δυνάμεις από τις Π.Υ. Γρεβενών και Κοζάνης, που συνεργάστηκαν αρμονικά υπό τις εντολές τόσο του Διοικητή της Περιφερειακής Πυροσβεστικής Διοίκησης Ηπείρου όσο και του Διοικητή της Περιφερειακής Πυροσβεστικής Διοίκησης Δ. Μακεδονίας διαδοχικά, ενώ στο συμβάν συνέδραμαν κατά διαστήματα από αέρος και ελικόπτερα τύπου Erickson Sikorsky S-64, Mi 8 κλπ. Αν και η χρήση των ελικοπτέρων γινόταν για να ελεγχθεί σε σημεία που έκαιγε πυκνή αναγέννηση Πεύκης ή χαμηλή θαμνώδης βλάστηση από κέδρα και πυξάρια προκειμένου εν συνεχεία να επέμβουν τα πεζοπόρα τμήματα, οι επιχειρήσεις από αέρος σε περιοχές με πολύ μεγάλες κλίσεις εδάφους έχουν ένα σημαντικό μειονέκτημα, καθώς η ρίψη νερού από μεγάλο ύψος έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές να μετακινούνται κομμάτια από φλεγόμενους κορμούς και κουκουνάρια, τα οποία κατρακυλούν προς τα κάτω και μεταδίδουν την πυρκαγιά.
Λόγω του έντονου ανάγλυφου της περιοχής δημιουργήθηκε μία ακανόνιστη περίμετρος στην πυρκαγιά με αποτέλεσμα να απαιτείται η συνεχής μετακίνηση των πυροσβεστικών δυνάμεων σε πολλά διάσπαρτα σημεία, γεγονός που παραδοσιακά προκαλεί μεγάλη καταπόνηση στο προσωπικό και καθυστερεί την επιχείρηση κατάσβεσης. Παρόλα αυτά η πυρκαγιά μέσα σε λίγες μέρες κατάφερε να ελεγχθεί, στο μεγαλύτερο μέρος της περιμέτρου, από τις επίγειες δυνάμεις και όλες τις επόμενες ημέρες απλώς γίνονταν προσπάθειες σταθεροποίησης των κατακείμενων και ιστάμενων φλεγόμενων κορμών προκειμένου να μην κατρακυλήσουν προς τα κάτω και μεταδώσουν εκ νέου την πυρκαγιά».
Περί οικολογικής καταστροφής
Στη συνέχεια του άρθρου του ο κ. Δαλάτσης, αναφέρει πως το «προηγούμενο διάστημα δυστυχώς υπήρξαν κάποια δημοσιεύματα και αναφορές στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο και όχι μόνο, τα οποία μιλούσαν για οικολογική καταστροφή στον Εθνικό Δρυμό της Βάλια Κάλντα, για ολιγωρία και καθυστέρηση στην επιχείρηση κατάσβεσης της πυρκαγιάς, ενώ κάποιοι την παραλλήλισαν με αυτή που εκδηλώθηκε στο δάσος της Δαδιάς Έβρου».
Για το θέμα αυτό επισημαίνει τα εξής: «Αν και είναι απολύτως κατανοητή η ανησυχία και η συντρέχουσα οικολογική ευαισθησία κατοίκων και τουριστών της περιοχής, καθώς η μόνη εικόνα που είχαν περιοριζόταν σε καπνούς ορατούς από απόσταση αρκετών χιλιομέτρων χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτοί οι καπνοί προέρχονται από κατακείμενους κορμούς οι οποίοι καίγονται αλλά έχουν εξασφαλισθεί πλήρως για να μην κατρακυλήσουν από τις πυροσβεστικές δυνάμεις με χώμα και με πέτρες μετά από επίπονη και πολύωρη εργασία, οι οποιεσδήποτε αναφορές σε μέσα ενημέρωσης και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά δε ακραίες που μιλούν για τεράστια καταστροφή, θα πρέπει να έπονται επαρκούς πληροφόρησης από τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες (Πυροσβεστική, Δασαρχείο κλπ).
Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να γίνει σαφές ότι μία έρπουσα πυρκαγιά μερικών στρεμμάτων, ακόμα και αν διήρκησε αρκετά λόγω των εγγενών ιδιαιτεροτήτων που εμφάνιζε, δεν είναι δυνατό να συγκρίνεται με πυρκαγιές που κατέκαυσαν χιλιάδες στρέμματα δάσους ή να παρουσιάζεται αυθαίρετα και με ελαφρότητα ως μια, ανακόλουθη με την πραγματικότητα, καταστροφή. Ειδικότερα, αξίζει εν προκειμένω να επισημάνουμε ότι στον Εθνικό Δρυμό της Βάλια Κάλντα συνολικά κάηκε έκταση περίπου 250 στρεμμάτων και στο μεγαλύτερο μέρος αυτής η πυρκαγιά, έρπουσα, έκαιγε χαμηλή θαμνώδη βλάστηση από κέδρα και πυξάρια και σημεία με αναγέννηση Μαύρης Πεύκης, ενώ σε ελάχιστα σημεία έγινε επικόρυφη και έκαψε μερικές δεκάδες δέντρα Μαύρης Πεύκης».
Και καταλήγοντας κάνει γνωστά τα εξής: «Η εν λόγω πυρκαγιά αν και θεωρείται μικρή ως προς την έκταση που έκαψε αλλά και ως προς την επίδρασή της στο δασικό οικοσύστημα, αντιμετωπίστηκε από την πρώτη στιγμή με ιδιαίτερη σπουδή από την υπηρεσία καθώς η Διοίκηση του συμβάντος ασκήθηκε διαδοχικά από δυο Ανώτατους Αξιωματικούς της ευρύτερης περιοχής. Σε πολλά μάλιστα σημεία στα οποία κάηκε η παρεδάφια βλάστηση δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για την βλάστηση των σπόρων του πεύκου και την αναγέννηση της περιοχής. Με την πυρκαγιά τα κουκουνάρια που καίγονται ανοίγουν και απελευθερώνουν τους σπόρους που περιέχουν στο έδαφος.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ακόμη πιο έντονο σε δάση με Τραχεία και Χαλέπιο Πεύκη, τα οποία υπάρχουν σε χαμηλότερα υψόμετρα σε όλη την Ελλάδα. Η φυσική αναγέννηση των δασών αυτών, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες και μελέτες, ευνοούνται ιδιαίτερα από την πυρκαγιά με την βασική προϋπόθεση αυτή να γίνεται με συχνότητα πέραν των τριάντα ετών περίπου. Εάν καίγονται τακτικότερα τότε οδηγούμαστε σε υποβάθμιση του οικοσυστήματος λόγω κυρίως της καταστροφής της φυσικής αναγέννησης και της έκπλυσης του εδάφους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα είδη πεύκης αναφέρονται στην Δασική ορολογία ως «Πυρόφιλα» και αυτό συμβαίνει διότι αυτά τα είδη έχουν προσαρμοστεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, ώστε να μπορούν να ανανεώνονται μετά από μία πυρκαγιά. Το μεγάλο πρόβλημα στις μέρες μας δημιουργείται, ως συνήθως, από την παρουσία του ανθρώπου μέσα σε αυτά τα οικοσυστήματα με έντονο κίνδυνο για άκρως καταστροφικά αποτελέσματα, ειδικά δε σε περιπτώσεις όπου παρατηρείται μίξη οικιστικού ιστού και δάσους».
Επιμέλεια: Βασίλης Λούπας